- βαθμις
- βαθμίς-ίδος и ῖδος ἥ1) постамент, пьедестал Pind., Plut., Anth.2) pl. основание, начало
(αἰῶνος = βίου Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αἰῶνος = βίου Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βαθμίς — βαθμί̱ς , βαθμίς step fem nom sg βαθμίς step fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμῖδας — βαθμίς step fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμῖδος — βαθμίς step fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμῖσι — βαθμίς step fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμίδα — βαθμίς step fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμίδας — βαθμίς step fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμίδες — βαθμίς step fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμίδι — βαθμίς step fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμίδος — βαθμίς step fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμίσι — βαθμίς step fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμίσιν — βαθμίς step fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)